Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Η ΠΑΝΑΓΙΑ (ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ) ΜΕΣΣΑΘΟΥΡΙΟΥ: ΙΣΤΟΡΙΚΑ


Η  περιοχή της Τοπικής Κοινότητας Λαμύρων, ευτύχησε να έχει στην  περιφέρειά της, δύο από τους παλαιώτερους βυζαντινούς ναούς  της ' Ανδρου, που διατηρούνται μέχρι σήμερα  σχεδόν ακέραιοι : Τον  Ταξιάρχη του χωρίου Υψηλού και  την Παναγία του Μεσσαθουρίου   που ανάγονται στον 12ο αιώνα.
Η  Παναγία του Μεσσαθουρίου, είναι ο  ενοριακός ναός της Κοιμήσεως  της Θεοτόκου, γνωστός με το σκωπτικό όνομα "Λωλοπαναγιά" και είναι κτίσμα  του τέλους του 12ου  ή των αρχών  του 13ου αιώνα. Ο ναός  εμεγενθύνθη κατά τον 19ο αιώνα, αλλά και σήμερον διατηρεί την κομψότητά του. Αξιοπρόσεκτο είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, έργο του 19όυ αιώνα.
Ο εν λόγω ναός, όπως και πλείστοι άλλοι ναοί ,  ανήκε παλαιώτερα στην ιδιωτική  κτήση και εν συνεχεία μεταβιβάσθηκε στους ενορίτες της τοπικής κοινότητας για την άσκηση της  θρησκευστικής τους λατρείας με  συμβολαιογραφικές πράξεις  που μεταγράφηκαν  στο Υποθηκοφυλακείο Άνδρου.
Στην προκειμένη περίπτωση, η περιέλευση του ναού στην  τοπική κοινότητα έγινε ως ακολούθως.  
1.-    Με το   3.289 της  6ης Μαΐου του έτους 1872
Πωλητήριο  συμβόλαιο  του τότε Συμβολαιογράφου   ’ Ανδρου Νικολάου Μ. Κωτάκη, η Αγγελική σύζυγος Θεοδ. Χρηστίδου , θυγάτηρ Παύλου Κωνσταντίνου, Ελληνίς, κατοικούσα εν Κωνσταντινουπόλει , αγόρασε από τον Μιχαήλ Γ. Ζιότη και την σύζυγο του Αννέζα, κατοίκους του χωρίου Υψηλού, το εξής ακίνητο το οποίο είχαν από μητρική κληρονομιά : " Την εις χωρίον Μεσσαθούρι του Δήμου ΄ Ανδρου κειμένην Εκκλησίαν «Η Κοίμησις της Θεοτόκου» , συνορευομένην γύρωθεν από τα κτήματα του Αυγ. Δανιόλου, του Μιχ. Ζούρα , του Δημ. Γράφα  και την δημοσίαν οδόν,............         συναινούσης της ειρημένης συζύγου τουο Μιχαήλ Ζιότυης, επώλησεν και παρέδωσε σήμερον την ειρημένην Εκκλησίαν της Κοιμήσεως της Θεοδόκου, όλην μετά του προαυλίου της, και με όλα τα εν αυτή τη Εκκλησία ευρισκόμενα , εικόνας, Ιερά φορέματα και λοιπά ιερά άμφια, εκτός του εν τω περιαυλίω της εν λόγω εκκλησίας ενυπάρχοντος ελαιοδένδρου..............       δια δραχμάς οκτακόσιους
..... » .




2.- Την παραπάνω Εκκλησία, η Αγγελική σύζυγος Θ. Χρηστίδου, την ίδια ημέρα, με το αμέσως επόμενο 3.290 /6 Μαΐου 1872 δωρητήριο συμβόλαιο του ίδιου Συμβολαιογράφου ‘Ανδρου Μιχαήλ Δ. Κωτάκη , δωοίζει  προς τους κατοίκους του χωρίου Μεσσαθουρίου , παρουσία εκ των κατοίκων του χωρίου Μεσσαθουρίου Χρουσή Στυλιανό, Μιχαήλ Ζούρα και Αυγουστή Μιχ. Δανιόλο, περιγραφόμενο το ακίνητο ως εξής:
" Την εις χωρίον Μεσσαθούρι του Δήμου  ‘Ανδρου κειμένην Εκκλησίαν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου , συνορευομένην γύρωθεν από τα κτήματα του Αυγ. Δανιόλου, Νικολ. Ζούρα , Δημ. Γράφα και από δημοσίαν οδόν, οικεία βουλή και ελευθεριότητι, δωρεί από σήμερον προς την κοινότητα του χωρίου Μεσσαθρουρίου του δήμου ‘Ανδρου την ειρημένην εκκλησίαν , μετά του προαυλίου της, και των εν αυτή υπαρχόντων ιερών φορεμάτων εικόνων και λοιπών ιερών αμφίων , εκτός του εν τω ειρημένω προαυλίω της ενυπάρχοντος ελαιοδένδρου, δια να χρησιμεύσει αύτη η Εκκλησία ως ενοριακός Ναός του ειρημένου χωρίου, παραιτούμενη δε από τούδε αύτη παντός εξ αυτής της εκκλησίας δικαιώματος της, παρχωρεί δε προς την ανωτέρω κοινότητα και άπαντα τα δικαιώματα άπερ απέκτησεν αύτη δυνάμει του ανωτέρω μνησθέντος συμβολαίου, εκτός του εν τω ειρημένω προαυλίω ενυπάρχοντος ελαιοδένδρου, οι δε Χρουσής Στυλιανός,    Μιχ. Ζούρας        και   Αυγ. Μ. Δανιόλος, εδήλωσαν ότι κάτοικοι όντες του ειρημένου χωρίου Μεσσαθουρίου και όντες και μέλη της εν λόγω κοινότητος του ειρημένου χωρίου αποδέχονται την προς την εν λόγω κοινότητα του χωρίου Μεσσαθουρίου του Δήμου  ‘Ανδρου δωρεάν της ειρημένης εκκλησίας προς τον σκοπόν του να χρησιμεύσει ως ενοριακός ναός του ειρημένου χωρίου Μεσσαθουρίου και ευχαριστούν την δωρεοδότιδα Αγγελιικήν    ». 

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΤΖΕΡΟΜ ΧΙΛΛ,1936 φωτογραφίες της ' Ανδρου. Πλακούρες, παιδιά στο παράθυρο εκκλησίας και μονοπάτι στην Ανδρο.



Πολυμαθής, πολυσχιδής και πολυτάλαντη προσωπικότητα, ο αμερικανός κινηματογραφιστής (κατά κύριο λόγο) Jerome Hill (1905 – 1972) ήταν 32 όταν αποφάσισε να εφαρμόσει στην πράξη όσα είχε μάθει κοντά στον κορυφαίο φωτογράφο Edward Weston, επιχειρώντας να κάνει ένα φωτογραφικό δοκίμιο με φόντο την Ελλάδα του θέρους.  Από την Αθήνα ως την Ίο, κι από τη Ζάκυνθο ως την Τήνο με στάσεις σε όλα τους γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους, οι φωτογραφίες του Hill που εκδόθηκαν στο λεύκωμα – ντοκουμέντο εποχής με τίτλο “Trip to Greece” (New York, E.Weyhe, 1936), αποτελούν ασπρόμαυρα κομμάτια ζωής (και νεκρής φύσης) από μια προ – τουριστική (προ – ΕΟΤ) Ελλάδα γεμάτη αυθεντικές εικόνες και «παρθένα» μέρη με αρχαίους απόηχους.
Καφενείο στις Σπέτσες.
Γεννημένος στο St. Paul της Μινεσότα, σπούδασε ζωγραφική και μουσική στο Yale, αλλά και στη Ρώμη και το Λονδίνο, πριν στρέψει το ενδιαφέρον του στον κινηματογραφικό φακό, και χρησιμοποιώντας μια από τις πρώτες Cine-Kodak-Special κάμερες, δημιούργησε μια σειρά από πρωτοποριακά φιλμάκια που εξερευνούσαν τη γλώσσα του σινεμά. Μετά τον πόλεμο, ειδικεύτηκε στις κινηματογραφικές βιογραφίες, κερδίζοντας μάλιστα το Όσκαρ ντοκιμαντέρ το 1957 για το φιλμ Άλμπερτ Σβάιτσερ. Στη συνέχεια ενδιαφέρθηκε για το είδος του animation, δημιουργώντας ταινίες κινουμένων σχεδίων στο χέρι. Η παραγωγή ταινιών συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του (χαρακτηριστικό το αυτοβιογραφικό “Film Portrait” του 1971) ενώ το ανήσυχο πνεύμα του επέστρεψε στη μουσική λίγα χρόνιαμπριν το θάνατο του με μια σειρά από συνθέσεις για τσέμπαλο και μικρή ορχήστρα

Πολυμαθής, πολυσχιδής και πολυτάλαντη προσωπικότητα, ο αμερικανός κινηματογραφιστής (κατά κύριο λόγο) Jerome Hill (1905 – 1972) ήταν 32 όταν αποφάσισε να εφαρμόσει στην πράξη όσα είχε μάθει κοντά στον κορυφαίο φωτογράφο Edward Weston, επιχειρώντας να κάνει ένα φωτογραφικό δοκίμιο με φόντο την Ελλάδα του θέρους.  Από την Αθήνα ως την Ίο, κι από τη Ζάκυνθο ως την Τήνο με στάσεις σε όλα τους γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους, οι φωτογραφίες του Hill που εκδόθηκαν στο λεύκωμα – ντοκουμέντο εποχής με τίτλο “Trip to Greece” (New York, E.Weyhe, 1936), αποτελούν ασπρόμαυρα κομμάτια ζωής (και νεκρής φύσης) από μια προ – τουριστική (προ – ΕΟΤ) Ελλάδα γεμάτη αυθεντικές εικόνες και «παρθένα» μέρη με αρχαίους απόηχους.
Καφενείο στις Σπέτσες.
Γεννημένος στο St. Paul της Μινεσότα, σπούδασε ζωγραφική και μουσική στο Yale, αλλά και στη Ρώμη και το Λονδίνο, πριν στρέψει το ενδιαφέρον του στον κινηματογραφικό φακό, και χρησιμοποιώντας μια από τις πρώτες Cine-Kodak-Special κάμερες, δημιούργησε μια σειρά από πρωτοποριακά φιλμάκια που εξερευνούσαν τη γλώσσα του σινεμά. Μετά τον πόλεμο, ειδικεύτηκε στις κινηματογραφικές βιογραφίες, κερδίζοντας μάλιστα το Όσκαρ ντοκιμαντέρ το 1957 για το φιλμ Άλμπερτ Σβάιτσερ. Στη συνέχεια ενδιαφέρθηκε για το είδος του animation, δημιουργώντας ταινίες κινουμένων σχεδίων στο χέρι. Η παραγωγή ταινιών συνεχίστηκε ως το τέλος της ζωής του (χαρακτηριστικό το αυτοβιογραφικό “Film Portrait” του 1971) ενώ το ανήσυχο πνεύμα του επέστρεψε στη μουσική λίγα χρόνιαμπριν το θάνατο του με μια σειρά από συνθέσεις για τσέμπαλο και μικρή ορχήστρα

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Σαράντα χρόνια πριν, καλοκαίρι  του  1974, ράθυμο, πολύ ζεστό.Μπάνια και πανηγύρια. Στης Αγίας Μαρίνας το πανηγύρι στ' Αποίκια, στου Μπονόρου το ξενοδοχείο, κάποιοι πιο συνειδητοποιημένοι συζητούσαν ανήσυχα ότι τα "πράγματα στην Κύπρο δεν είναι καλά". Ξημέρωμα 20ής Ιουλίου, καύσωνας, το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία στις Στραπουργιές. Το μαγαζί μας έτοιμο να υποδεχθεί το βράδυ τους πανηγυριώτες και τα  μεζεκλίκια έτοιμα, μαγειρεμένα από τη μάνα. Ντολμαδάκια, κεφτεδάκια, ψητό στην κατσαρόλα,  γουρουνόπουλο στο φούρνο. Ξαφνικά  το πρωϊ, πολεμικά εμβατήρια, έκτακτα ανακοινωθέντα, πολεμική επιστράτευση . Η Τουρκία εισέβαλε στην Κύπρο. Παγωμάρα, έκδηλη ανησυχία, ετοιμασίες πολέμου, οι άντρες επιστρατεύονται, γυναίκες και παιδιά κλαίνε, αγωνία για τα μελλούμενα. Το πανηγύρι έμεινε αγλέντινστο όπως και τα επόμενα του καλοκαιριου. Το βράδυ συσκότιση, μπλέ κόλλες στα παράθυρα ο κόσμος μία συντροφιά. Παλλικάρια από την ' Ανδρο, βρίσκονται στην Κύπρο και αγωνίζονται χωρίς ειδήσεις για τη ζωή τους. Ο πρώτος Αττίλας, έφερε τον δεύτερο, ανήμερα της Παναγίας. 'Ενα νησί προδομένο από τους 'Ελληνες  και από τις ξένες "προστάτιδες" δυνάμεις. Σαράντα χρόνια με το σύνθημα "ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ". Κι όμως ξεχάσαμε και συμβιβαστήκαμε και το νησί διχοτομήθηκε, βιάσθηκε  και παραμένει  σήμερα υπό Τουρκική κατοχή  εις δόξαν της δικής μας αβελτηρίας, ολιγωρίας και έλλειψης σθεναρής πολιτικής και αντίδρασης.    

Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2014


Aπό  παλαιό αναγνωστικό της Β' Δημοτικού. Καλή Χρονιά.


Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλωσορίσει.
Άη Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
συ’σαι αρχόντισσα κυρία
βαστά λιβάνι και κερί, χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί εμίλλει
άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
Από τη μάνα μ’έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις κάτσε να τραγουδήσεις
κάτσε τον πόνο σου να πεις να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω
και σαν ήξερες γράμματα πες μας την αλφαβήτα, να’χεις τον Θεό βοήθεια!
Κι ακούμπησ’ στο ραβδάκι του να πει την αλφαβήτα
Και το ραβδί του ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια επέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια του, και στα περικοκλάδια του
πέρδικες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιές λεβέντισσες
μαζί και τρυγωνάκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Και κάτω στη ριζίτσα του, μια κρυσταλλένια βρύση
που κατεβαίναν πέρδικες και βρέχαν τα φτερά τους
Και λούζαν τον αφέντη μας, τον σπέη τον λεβέντη μας
Τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.

Εσένα πρέπει αφέντη μου, καράβι να αρματώσεις
στην πλώρη βάλε μάλαμα στην πρύμνη βάλε ασήμι
και μες τη μέση αφέντη μου βάλε τον Άη Βασίλη.
Σου πρέπει ακόμα αφέντη μου να ζήσεις χίλια χρόνια
να δεις τους γιούς τους εγγονούς κι εγγονοθυγατέρες.
Σ’αξίζει ακόμα αφέντη μου καργιόλα να κοιμάσαι,
βελούδα να σκεπάζεσαι να μην κρυολογάσαι.
Αφέντη μου που έρχεσαι απ΄το γιαλό βρεγμένος
απ΄την καμάρα δροσερός και δροσολογημένος.
Σένα σου πρέπει μάτια μου καρέκλα ασημένια
για να ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Σου εύχομαι αφέντη μου φλουριά να κοσκινίζεις
και τ’αποκοσκινίδια σου σε μας, να τα ιδίνεις.
Στείλε και τη δουλεύτρα σου να φέρει το καπόνι
να μην είναι πολύ μικρό, διότι δεν μας σώνει.
Πολλά’παμε τ’αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας
κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια
Όταν ο Θεός εμοίραζε την ομορφιά στην πλάση
εσύ στην πόρτα ήσουνα την καλομοίρα επήρες,
πήρες τα ρόδια απ’την ροδιά, τ’ασπράδι από το χιόνι,
πήρες και το ματόφρυδο από το χελιδόνι.
Κυρά ψηλή, Κυρά λιγνή, Κυρά καμαροφρύδα
πού’χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
π’όταν σ’εγένα η μάνα σου, κι όταν σε κοιλοπόνα,
το κυπαρίσσ΄άγκάλιασε και σ’έβγαλε πατρόνα.

Το κάδρο σου το φέρανε από την Αλισμπόνα
και σα σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου
εφτά λαμπάδες άπτουσιν εμπρός στην ομορφιά σου.
Πολλά’παμε για την Κυρά, ας πούμε και της κόρης,
έχεις και κόρη έμορφη, που δεν την έχει ο ρήγας,
ουδέ στην πόλη βρίσκεται, ουδέ στην Βενετία.
Κι αν είναι τόσο όμορφη, γραμματικός της πρέπει
κι αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύει και τον ταρσανά με όλα τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίζει.
Και τώρα πες της κόρης σου να βγει να μας κεράσει
να ευχηθούμε όλοι μας να ζήσει να γεράσει.
Πολλά’παμε της κόρης σας ας πούμε και του γιού σας.
Έχεις και γιό τον καλογιό , και γιό στο ψαλητήρι.
Που’πα να πιάσει το χαρτί και χύνει το μελάνι
και λέρωσε τα ρούχα του τα μοσχοκεντημένα
όπου του τα κεντούσανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Τη μια τη λέγαν Κρουσταλλιά, την άλλη Αγαθοπούλα,
τη τρίτη τη μικρότερη τη λέγανε Καρδούλα,
οπού’καψε εννιά καρδιές και την δική μου δέκα.
Η μια’τανε του πρίγκιπα κι η άλλη του βεζίρη
κι η τρίτη η μικρότερη-κι απ’όλες ομορφότερη-
του σπιτονοικοκύρη.

Πολλά’παμε κι απ’όπαμε ας πούμε και του χρόνου,
Του χρόνου και τ’αντίχρονου σα τούτες τις ημέρες
Να είμαστε χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
Στ’αρχοντικό που λάχαμε πέτρα να μην ραΐσει,
Κι ο νοικοκύρης κι η κυρά χίλια χρόνια να ζήσει.


Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλωσορίσει.
Άη Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
συ’σαι αρχόντισσα κυρία
βαστά λιβάνι και κερί, χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί εμίλλει
άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
Από τη μάνα μ’έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις κάτσε να τραγουδήσεις
κάτσε τον πόνο σου να πεις να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω
και σαν ήξερες γράμματα πες μας την αλφαβήτα, να’χεις τον Θεό βοήθεια!
Κι ακούμπησ’ στο ραβδάκι του να πει την αλφαβήτα
Και το ραβδί του ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια επέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια του, και στα περικοκλάδια του
πέρδικες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιές λεβέντισσες
μαζί και τρυγωνάκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Και κάτω στη ριζίτσα του, μια κρυσταλλένια βρύση
που κατεβαίναν πέρδικες και βρέχαν τα φτερά τους
Και λούζαν τον αφέντη μας, τον σπέη τον λεβέντη μας
Τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.

Εσένα πρέπει αφέντη μου, καράβι να αρματώσεις
στην πλώρη βάλε μάλαμα στην πρύμνη βάλε ασήμι
και μες τη μέση αφέντη μου βάλε τον Άη Βασίλη.
Σου πρέπει ακόμα αφέντη μου να ζήσεις χίλια χρόνια
να δεις τους γιούς τους εγγονούς κι εγγονοθυγατέρες.
Σ’αξίζει ακόμα αφέντη μου καργιόλα να κοιμάσαι,
βελούδα να σκεπάζεσαι να μην κρυολογάσαι.
Αφέντη μου που έρχεσαι απ΄το γιαλό βρεγμένος
απ΄την καμάρα δροσερός και δροσολογημένος.
Σένα σου πρέπει μάτια μου καρέκλα ασημένια
για να ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Σου εύχομαι αφέντη μου φλουριά να κοσκινίζεις
και τ’αποκοσκινίδια σου σε μας, να τα ιδίνεις.
Στείλε και τη δουλεύτρα σου να φέρει το καπόνι
να μην είναι πολύ μικρό, διότι δεν μας σώνει.
Πολλά’παμε τ’αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας
κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια
Όταν ο Θεός εμοίραζε την ομορφιά στην πλάση
εσύ στην πόρτα ήσουνα την καλομοίρα επήρες,
πήρες τα ρόδια απ’την ροδιά, τ’ασπράδι από το χιόνι,
πήρες και το ματόφρυδο από το χελιδόνι.
Κυρά ψηλή, Κυρά λιγνή, Κυρά καμαροφρύδα
πού’χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
π’όταν σ’εγένα η μάνα σου, κι όταν σε κοιλοπόνα,
το κυπαρίσσ΄άγκάλιασε και σ’έβγαλε πατρόνα.

Το κάδρο σου το φέρανε από την Αλισμπόνα
και σα σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου
εφτά λαμπάδες άπτουσιν εμπρός στην ομορφιά σου.
Πολλά’παμε για την Κυρά, ας πούμε και της κόρης,
έχεις και κόρη έμορφη, που δεν την έχει ο ρήγας,
ουδέ στην πόλη βρίσκεται, ουδέ στην Βενετία.
Κι αν είναι τόσο όμορφη, γραμματικός της πρέπει
κι αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύει και τον ταρσανά με όλα τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίζει.
Και τώρα πες της κόρης σου να βγει να μας κεράσει
να ευχηθούμε όλοι μας να ζήσει να γεράσει.
Πολλά’παμε της κόρης σας ας πούμε και του γιού σας.
Έχεις και γιό τον καλογιό , και γιό στο ψαλητήρι.
Που’πα να πιάσει το χαρτί και χύνει το μελάνι
και λέρωσε τα ρούχα του τα μοσχοκεντημένα
όπου του τα κεντούσανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Τη μια τη λέγαν Κρουσταλλιά, την άλλη Αγαθοπούλα,
τη τρίτη τη μικρότερη τη λέγανε Καρδούλα,
οπού’καψε εννιά καρδιές και την δική μου δέκα.
Η μια’τανε του πρίγκιπα κι η άλλη του βεζίρη
κι η τρίτη η μικρότερη-κι απ’όλες ομορφότερη-
του σπιτονοικοκύρη.

Πολλά’παμε κι απ’όπαμε ας πούμε και του χρόνου,
Του χρόνου και τ’αντίχρονου σα τούτες τις ημέρες
Να είμαστε χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
Στ’αρχοντικό που λάχαμε πέτρα να μην ραΐσει,
Κι ο νοικοκύρης κι η κυρά χίλια χρόνια να ζήσει.


Αρχιμηνιά, καλή χρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά
αρχή καλός μας χρόνος, εκκλησιά με τ’άγιο θρόνος.
Αρχή που βγήκεν ο Χριστός, άγιος και πνευματικός
στη γη να περπατήσει και να μας καλωσορίσει.
Άη Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
συ’σαι αρχόντισσα κυρία
βαστά λιβάνι και κερί, χαρτί και καλαμάρι
δες και με το παλικάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί εμίλλει
άγιε μου, άγιε μου καλέ Βασίλη.
Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
Από τη μάνα μ’έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις κάτσε να τραγουδήσεις
κάτσε τον πόνο σου να πεις να μας καλοκαρδίσεις.
Εγώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξέρω
και σαν ήξερες γράμματα πες μας την αλφαβήτα, να’χεις τον Θεό βοήθεια!
Κι ακούμπησ’ στο ραβδάκι του να πει την αλφαβήτα
Και το ραβδί του ήταν ξερό, χλωρά βλαστάρια επέτα, ροδοκόκκινη βιολέτα.
Και πάνω στα βλαστάρια του, και στα περικοκλάδια του
πέρδικες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικες, γαρυφαλλιές λεβέντισσες
μαζί και τρυγωνάκια, μαύρα μου γλυκά ματάκια.
Και κάτω στη ριζίτσα του, μια κρυσταλλένια βρύση
που κατεβαίναν πέρδικες και βρέχαν τα φτερά τους
Και λούζαν τον αφέντη μας, τον σπέη τον λεβέντη μας
Τον πολυχρονεμένο και στον κόσμο ξακουσμένο.

Εσένα πρέπει αφέντη μου, καράβι να αρματώσεις
στην πλώρη βάλε μάλαμα στην πρύμνη βάλε ασήμι
και μες τη μέση αφέντη μου βάλε τον Άη Βασίλη.
Σου πρέπει ακόμα αφέντη μου να ζήσεις χίλια χρόνια
να δεις τους γιούς τους εγγονούς κι εγγονοθυγατέρες.
Σ’αξίζει ακόμα αφέντη μου καργιόλα να κοιμάσαι,
βελούδα να σκεπάζεσαι να μην κρυολογάσαι.
Αφέντη μου που έρχεσαι απ΄το γιαλό βρεγμένος
απ΄την καμάρα δροσερός και δροσολογημένος.
Σένα σου πρέπει μάτια μου καρέκλα ασημένια
για να ακουμπάς τη μέση σου τη μαργαριταρένια.
Σου εύχομαι αφέντη μου φλουριά να κοσκινίζεις
και τ’αποκοσκινίδια σου σε μας, να τα ιδίνεις.
Στείλε και τη δουλεύτρα σου να φέρει το καπόνι
να μην είναι πολύ μικρό, διότι δεν μας σώνει.
Πολλά’παμε τ’αφέντη μας, ας πούμε της κυράς μας
κυρά χρυσή, κυρά αργυρή, κυρά μαλαματένια
Όταν ο Θεός εμοίραζε την ομορφιά στην πλάση
εσύ στην πόρτα ήσουνα την καλομοίρα επήρες,
πήρες τα ρόδια απ’την ροδιά, τ’ασπράδι από το χιόνι,
πήρες και το ματόφρυδο από το χελιδόνι.
Κυρά ψηλή, Κυρά λιγνή, Κυρά καμαροφρύδα
πού’χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος
π’όταν σ’εγένα η μάνα σου, κι όταν σε κοιλοπόνα,
το κυπαρίσσ΄άγκάλιασε και σ’έβγαλε πατρόνα.

Το κάδρο σου το φέρανε από την Αλισμπόνα
και σα σειστείς και λυγιστείς και πας στην εκκλησιά σου
εφτά λαμπάδες άπτουσιν εμπρός στην ομορφιά σου.
Πολλά’παμε για την Κυρά, ας πούμε και της κόρης,
έχεις και κόρη έμορφη, που δεν την έχει ο ρήγας,
ουδέ στην πόλη βρίσκεται, ουδέ στην Βενετία.
Κι αν είναι τόσο όμορφη, γραμματικός της πρέπει
κι αν είναι και γραμματικός, πολλά προικιά γυρεύει
γυρεύει αμπέλια ατρύγητα, κι αμπέλια τρυγημένα
γυρεύει και τον ταρσανά με όλα τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ-βοριά να τα καλαρμενίζει.
Και τώρα πες της κόρης σου να βγει να μας κεράσει
να ευχηθούμε όλοι μας να ζήσει να γεράσει.
Πολλά’παμε της κόρης σας ας πούμε και του γιού σας.
Έχεις και γιό τον καλογιό , και γιό στο ψαλητήρι.
Που’πα να πιάσει το χαρτί και χύνει το μελάνι
και λέρωσε τα ρούχα του τα μοσχοκεντημένα
όπου του τα κεντούσανε οι τρεις βασιλοπούλες.
Τη μια τη λέγαν Κρουσταλλιά, την άλλη Αγαθοπούλα,
τη τρίτη τη μικρότερη τη λέγανε Καρδούλα,
οπού’καψε εννιά καρδιές και την δική μου δέκα.
Η μια’τανε του πρίγκιπα κι η άλλη του βεζίρη
κι η τρίτη η μικρότερη-κι απ’όλες ομορφότερη-
του σπιτονοικοκύρη.

Πολλά’παμε κι απ’όπαμε ας πούμε και του χρόνου,
Του χρόνου και τ’αντίχρονου σα τούτες τις ημέρες
Να είμαστε χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι.
Στ’αρχοντικό που λάχαμε πέτρα να μην ραΐσει,
Κι ο νοικοκύρης κι η κυρά χίλια χρόνια να ζήσει.
(ΑΝΔΡΙΩΤΙΚΑ ΚΑΛΛΑΝΤΑ)