Κυριακή 22 Μαΐου 2016

5ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ –ΣΥΝΕΔΡΙΟ  ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ – ΛΕΡΟΣ  , 3,4 και 5 Μαϊου  2016
ΕΙΣΗΓΗΣΗ  ΙΩΑΝΝΟΥ ΞΑΝΘΟΥ ( ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ  ΤΟΥ  ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΑΝΔΡΟΥ)

ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ, ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ.
1.- ΕΙΣΑΓΩΓΗ :
Το πανηγύρια  στην ‘Ανδρο, όπως και σε ολόκληρο  τον  Ελλαδικό χώρο,  απηχούν  την  εννοιολογική  και ετυμολογική σημασία της λέξης, δηλαδή  την   συνάθροιση πλήθους (παν + άγυρις)  κατά  τον ομαδικό εορτασμό  της μνήμης αγίου ή άλλης  θρησκευτικής επετείου (λ.χ. Πάσχα) , που περιλαμβάνει θρησκευτικές εκδηλώσεις (λειτουργία , λιτάνευση εικόνας, αρτοκλασία) και κατ’ επέκταση την ομαδική και  θορυβώδη διασκέδαση με παραδοσιακούς χορούς και παραδοσιακά όργανα .
2.- ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ :
Στην Άνδρο, η οποία περιλαμβάνει πάνω από 60 οικισμούς και χωριά,  ο χώρος τέλεσης του πανηγυριού δεν  γίνεται (κατά το παρελθόν  και έως σήμερα)  σε κάποια κεντρική πλατεία   ή άλλο κεντρικό χώρο  του χωριού.  Σε χώρο δηλαδή    όπου  συγκεντρώνονται οι κάτοικοι του χωριού , της πέριξ περιοχής  ή του νησιού  και διασκεδάζουν ,τρώγοντας μαζικά  από τα σφάγια  των ζώων  που προσφέρουν οι πιστοί εν είδει σπονδής στον άγιο που εορτάζει και μαγειρεύονται σε μεγάλα καζάνια, όπως συμβαίνει  κατά κύριο λόγο στο νησιωτικό και στον ευρύτερο  Ελλαδικό χώρο
Αντίθετα,  στην ‘Ανδρο,  η διοργάνωση  των πανηγυριών  επαφίεται  στην ιδιωτική πρωτοβουλία  ιδιοκτητών   κατάλληλων καφενείων και καταστημάτων  και παλιότερα και  ιδιοκτητών οικιών  που διέθεταν τις λεγόμενες «σάλες»   , οι οποίοι αναλαμβάνουν την  πρωτοβουλία της διοργάνωσης και λειτουργίας τους ,  αναλαμβάνοντας  και τους  σχετικούς κινδύνους από ενδεχόμενη  οικονομική ή άλλη αποτυχία  .
Εξαίρεση  στον κανόνα  αυτό, αποτελούσαν τα  πανηγύρια  στην μνήμη  των  μοναστηριακών Αγίων του νησιού, όπως ήταν κυρίως τα πανηγύρια των Μοναστηριών του Αγίου Παντελεήμονος-Παναχράντου  , της Ζωοδόχου Πηγής ή Αγίας,    που συγκέντρωναν πιστούς από  ευρύτερες περιοχές του νησιού. Δευτερευόντως ήταν τα πανηγύρια των  πρώην  Μοναστηριών των Τρομαρχίων και  της Ζωοδόχου Πηγής στα Φλετρά   που ευρίσκονται στην περιοχή του Κορθίου , στην νότια ‘Ανδρο  και συγκέντρωναν προσκυνητές από την περιοχή αυτή .  Εκεί οι πιστοί  συγκεντρώνονταν είτε πεζή , είτε έφιπποι σε γαϊδαρομούλουρα και αφ’ ότου απέκτησαν πρόσβαση με αμαξιτή οδό  και με αυτοκίνητα.  Επίσης , στου ‘Αη Γιώργη του Φαράλη στην  Καππαριά   καθώς επίσης και σε   απομακρυσμένα ξωκλήσια του νησιού , όπως είναι λ.χ. του Αγίου Ιωάννου του  Θεολόγου στις Ευρυσιές, του Αγίου Νικολάου στην παραλία στα ‘Αχλα, του ‘Αη Γιάννη του Νηστευτή στον Σχίνο,  του’Αη Γιάννη στις Κρομμύδες στο Κόρθι και αλλού. 
Τα τελευταία χρόνια  διατηρούν λίγη  από την  αυθεντικότητα της παλιάς εποχής, τα πανηγύρια   στα Τρομάρχια κατά την επομένη ημέρα του Πάσχα ,  της Ζωοδόχου Πηγής στα  Φλετρά  με  κύριο διοργανωτή τον Θοδωρή Λαούδη, στον ‘Αη Γιώργη τον Φαράλη που  οργανώνεται από  κατοίκους τους χωριού της Καππαριάς   και στον ‘Αη Γιάννη στις «Κρομμύδες» που διοργανώνεται από την οικογένεια των  Γαρύφαλλων , φουρνάρηδων , που διατηρούν πανηγυρότοπο  παραπλεύρως του ναού και  επιμελούνται του φαγητού και της μουσικής.
 Σ’ αυτά, οι συμμετέχοντες πιστοί και πανηγυριώτες, κουβαλούσαν μαζί  τους , τις λεγόμενες  «κουμπάνιες» που περιλάμβαναν  πρόχειρα και κρύα φαγητά  (κεφτέδες, κρύα ψητά , χοιρινά,  τυριά, κονσέρβες , κρασί, τσίπουρο κ.α. ) τα οποία άπλωναν  σε πεζούλες ή καταγής  , σχηματίζοντας παρέες –παρέες.  
Τα πανηγύρια  ,  ξεκινούσαν από  την περίοδο των  Αποκριών και Καθαράς Δευτέρας  και τελείωναν  έως τα τέλη   Σεπτεμβρίου  περίπου ,  με τελευταίο αυτό του ‘Αη Γιάννη  του Θεολόγου, δηλαδή όσο επέτρεπαν οι καιρικές  συνθήκες .
Κατά τις υπόλοιπες εορτές των  Αγίων (Αγίου Δημητρίου, Αγίου Νικολάου, Αγίου  Ιωάννου κλπ)  εορτάζονταν σε εσωτερικούς χώρους , στα σπίτια των εορταζόντων  ανδρών  κυρίως  , όπου συμμετείχαν  όσοι εόρταζαν και εκκλησιάζονταν    κατά την ημέρα αυτή , σχηματίζοντας  την λεγόμενη « παρέα»  , και εύχονταν ο ένας στον άλλον («χαιρετούρα» επονομαζόμενη) ,  περνώντας διαδοχικά  από το σπίτι κάθε εορτάζοντα , όπου υπήρχε  αναλόγως , πλούσιο τραπέζι  με μεζέδες και  κρασί.
Μία ιδιαιτερότητα  που συναντιέται μάλλον μόνο στην ‘Ανδρο , είναι ανήμερα της Πρωτοχρονιάς  , όπου οι άνδρες που εκκλησιάζονται, σχηματίζουν    και πάλι μία  ή περισσότερες παρέες  και πηγαίνουν  για «χαιρετούρα» στα σπίτια τους ή και σε τα σπίτια του χωριού   για να ευχηθούν τον καλό χρόνο και να τραγουδήσουν τα κάλλαντα και τον Ανδριώτικο ‘Αη Βασίλη  όπου τους περιμένουν  οι γυναίκες με στρωμένο το τραπέζι με μεζέδες και κρασί ή τσίπουρο και ξηρούς καρπούς . Για το καλό του χρόνου και την καλή τύχη, οι συγγενείς  ή οι νονοί  δίνουν στους μικρότερους  και στα βαπτιστήρια τους («φιλιόσους»)  την «στρίνα», ιταλική λέξη ( strenna, λ. βενετσάνικη,) δηλ. μικρό χρηματικό ποσό που  δίνεται ως δώρο της πρωτοχρονιάς , ως οιωνός  και συναντιέται στα χωριά της Κάτω  Ιταλίας (Σαλέντο)  (βλ. σχετική σημείωση) .  
Στις «ανδροπαρέες»  αυτές , όπου υπάρχει δυνατότητα, υπάρχει συνοδεία από τουμπί, τσαμπούνα και βιολί. Το έθιμο αυτό  συναντάται έως σήμερα στα  χωριά των Αποικίων, των Λειβαδίων, του Γιαννισαίο,  του Κορθίου και αλλού.
Σε όλες τις  συνάξεις  αυτές των πανηγυριών και της χαιρετούρας, όταν έφθαναν   σε κατάσταση  ευφορίας  λόγω του κρασιού που είχε ρεύσει εν τω μεταξύ άφθονο,  τις συνέπειες  πλήρωνε το κοτέτσι κάποιου από τους συμμετέχοντες ή κάποιου ατυχούς γείτονα  όπου έσφαζαν  ένα πετεινό  , ακολούθως  τον καθάριζαν οι γυναίκες  και εν συνεχεία έπιναν το ζουμί του  (κοκορόζουμο) , με άφθονο λεμόνι ως καταπραϋντικό της μέθης  και του στομάχου .   
Φυσικά δεν έλειπαν και οι μικροπαρεξηγήσεις και τσακωμοί μεταξύ των συμμετεχόντων , είτε γιατί κάποιος κοίταζε με ιδιαίτερο  τρόπο την «ντάμα»  άλλου  ή δεν πήρε την άδεια από τον συνοδό της να την χορέψει, είτε γιατί θυμόταν και  εύρισκαν  την ευκαιρία να λύσουν κτηματικές διαφορές ή αγροζημίες  που είχαν προηγηθεί  . Στις περιπτώσεις αυτές, η πρώτη κίνηση ήταν   να  πετάξουν την καρέκλα   για να σπάσουν το λούξ ή την λάμπα  ώστε να γίνει σκοτάδι  κι ακολουθούσε   ο τσακωμός ο οποίος δεν έπαιρνε μεγάλη έκταση  και σταματούσε με την επέμβαση των ψυχραιμότερων και την απομάκρυνση του ταραξία. Τις πιο πολλές φορές , την επόμενη μέρα  και αφού είχαν ξεμεθύσει ,   είχαν  ξεχάσει  το συμβάν  και η ζωή ακολουθούσε κανονικά  τον καθημερινό της ρυθμό.  Βέβαια οι Ανδριώτες είναι γενικά  φιλήσυχοι άνθρωποι και δεν δημιουργούν ούτε συντηρούν    έριδες.  
Σήμερα, την πρωτοβουλία της διοργάνωσης  του πανηγυριού έχουν αναλάβει   κυρίως οι  διάφοροι πολιτιστικοί  Σύλλογοι  που υπάρχουν και έχουν σημείο αναφοράς το νησί  με κίνητρα κυρίως την οικονομική  τους ενίσχυση χάριν της εκτέλεσης κοινωφελών έργων και δραστηριοτήτων  και κατά δεύτερο λόγο οι ιδιοκτήτες ορισμένων  καταστημάτων .
3.  Ο ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ  ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ: 
Επ’ ευκαιρία  του εορτασμού κάποιου αγίου ή θρησκευτικής επετείου, όπως προαναφέρθηκε , οι  ιδιοκτήτες  οικιών  ή και καφενείων τα παλιότερα χρόνια  που διέθεταν ή νόμιζαν πως διέθεταν τους κατάλληλους χώρους , τις λεγόμενες «σάλες», έβαζαν  «χορό» όπως λέγονταν το πανηγύρι που αναλάμβαναν να διοργανώσουν , από πλευράς εξεύρεσης μουσικών, τραπεζοκαθισμάτων  και   προετοιμασίας του φαγητού.  Δηλαδή απέβλεπαν  κυρίως στο ατομικό οικονομικό όφελος που θεωρούσαν ότι θα  αποκτήσουν .  Μετά την κατάργηση των Κοινοτήτων με τους νόμους του «Καποδίστρια» και του «Καλλικράτη» ,  λόγω της στέρησης των εσόδων τους και την υποβάθμισή τους σε τοπικές κοινότητες, τα κοινωφελή και εξωραϊστικά έργα της περιοχής  έχουν αναλάβει κυρίως  οι τοπικοί εξωραϊστικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι, οπότε τα έσοδα που αποκτούν από την διοργάνωση των χορών και πανηγυριών, επιστρέφουν επ’  ωφελεία των χωριών  που δραστηριοποιούνται.
Ταυτόχρονα όμως κάλυπταν  την ανάγκη των κατοίκων του νησιού της ‘Ανδρου  να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν από την ρουτίνα της καθημερινότητας  και της σκληρής εργασίας στα χωράφια ή στα εμπορικά πλοία  όταν είχαν ξεμπαρκάρει ή είχαν έρθει  από την Αθήνα ή την Αμερική και επέστρεφαν κατά καιρούς στο νησί για διακοπές, την επιθυμία τους  δηλαδή να  νοιώσουν ισότιμα μέλη της κοινότητας , να βρεθούν με τους  φίλους και συγγενείς τους, να  κρατήσουν τις παραδόσεις που έμαθαν από τους γονείς και παππούδες τους, να βρεθούν με το άλλο φύλο, να βρούν τυχόν  τον μελλοντικό σύντροφο της ζωής τους , να ερωτευθούν.  Υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις  που η γνωριμία  στο χορό και στο πανηγύρι , κατέληξαν σε  γάμο , αφού ήταν από τις ελάχιστες ευκαιρίες, πέρα από το προξενιό, να  γνωρισθούν και να ανταμώσουν οι νέοι μεταξύ τους.
Με άλλα λόγια   η κοινωνική ανάγκη για  διασκέδαση, για συναναστροφή και  η  τήρηση της παράδοσης ,  ήταν αυτή που  έδινε το οικονομικό κίνητρο στον  διοργανωτή του πανηγυριού να βάλει «χορό» , να φέρει τα όργανα και  να μετατρέψει τις  σάλες και αυλές σε πίστα παραδοσιακών και άλλων  χορών .    
4.- ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΧΟΡΟΙ  ΣΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΥ:
Α. Τα μουσικά όργανα που παραδοσιακά παίζονταν στην Άνδρο, ήταν τα εξής:
Το Βιολί που θα το ακούσουμε και σήμερα να παίζεται σε όλο το νησί.
Το Λαούτο που επίσης θα ακούσουμε σε όλο το νησί.
Το Σαντούρι το συναντάμε κυρίως στην Κεντρική (Χώρα Άνδρου) και λιγότερο στη Νότια Άνδρο (Κόρθι).
Η Σαμπούνα ή Τσαμπούνα είναι μουσικό όργανο κυρίως της Βόρειας Άνδρου και των χωριών που βρίσκονται στο όρος Πέταλο (Βουρκωτή, Κατακαλαίοι, Άρνη), δηλαδή στα χωριά που οι κάτοικοί τους είναι αρβανίτικης καταγωγής .  Ο τύπος της Ανδριώτικης Σαμπούνας είναι 5:1. Δηλαδή πέντε τρύπες στη μία «τούντα» και μία στην άλλη. Αναφέρεται και τύπος 5:5 που ονομαζόταν «Καρασαμπούνα».
Το Τουμπί είναι κρουστό, συνοδευτικό της Σαμπούνας, και παιζόταν με τα τουμπόξυλα.
Η Γκάιντα παιζόταν  μόνο στο χωριό Γιαννισαίο, ενώ παλαιότερα παιζόταν και στο διπλανό χωριό, το Βουνί. Υπάρχουν αναφορές που λένε πως η Γκάιντα «ήρθε» στην Άνδρο στα τέλη του 19ου αιώνα, από ναυτικό που την έφερε από τις «Παραδουνάβιες Ηγεμονίες». Ο τύπος της θυμίζει την Μακεδονική Γκάιντα και συνοδεύεται από Τουμπί όπως και η Σαμπούνα.
Το ακορντεόν , χωρίς να  μπορεί να  θεωρηθεί  ως παραδοσιακό όργανο, εν τούτοις, στην Κεντρική ‘Ανδρο (περιοχή  Χώρας και των πέριξ χωριών της) αποτελούσε πολλές φορές μέρος της ορχήστρας  ως συνοδευτικό όργανο αυτής ή ως κύριο όργανο για τους Ευρωπαϊκούς χορούς και αυτό εξηγείται  λόγω του  μουσικού προσανατολισμού της ‘Ανδρου προς την Πόλη και την Σμύρνη και του επηρεασμού  της από τα Καφέ Αμάν και τις εκεί Εστουδιαντίνες και λόγω  της μουσικής  εκπαίδευσης που υπήρχε στην ‘Ανδρο εδώ και ένα αιώνα που υπήρχε Μουσικός  Σύλλογος και  μετέπειτα η μουσική σχολή του Μεταξά.  Ακκορντεονίστας ονομαστός υπήρξε ο Γιάννης Πατήρης   και επίσης ο  Γιώργος Τζιβάρας (μαθητής του Μεταξά).   
Οι μελωδίες που παίζονταν στην Άνδρο προέρχονταν κυρίως από την Μικρά Ασία και την Πόλη, δηλαδή  ήταν προσανατολισμένη  μουσικά  προς τα μέρη εκείνα και όχι προς το κεντρικό και νότιο  Αιγαίο (Νάξο, Πάρο, Αμοργό) .  Αυτό εξηγείται γιατί  υπήρχαν  εμπορικές συναλλαγές   και επικοινωνία των  Ανδριωτών  με  την Σμύρνη και την Πόλη, καϊκια μετέφεραν λεμόνι και άλλα προϊόντα του νησιά  στα μέρη αυτά, αρκετοί Ανδριώτες και Ανδριώτισσες εργάζονταν εκεί ως κτιστάδες,   εργάτες υπηρετικό προσωπικό , παραμάνες  κλπ.
Από  την δεκαετία του ’60  αγαπήθηκε ιδιαίτερα  στην ‘Ανδρο η  Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη και η επίδραση των Κονιτοπουλαίων ήταν εμφανής,  μέσα από  την δισκογραφία τους αλλά και από τις εμφανίσεις τους στην ‘Ανδρο, στο Νειμποριό, κατά το πανηγύρι της Αναλήψεως στου Ρεγκούκου (Ψωμά).  Τα τραγούδια τους  και οι σκοποί που έπαιζαν όπως  Το Φανταράκι, το Αρμενάκι,  το Καναρίνι μου Γλυκό, ο Ποταμός, το Συρτό Πολίτικο, το  Συλληβριανό και άλλα  που έπαιζαν και τραγουδούσαν , ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στην ‘Ανδρο και παιζόταν σε κάθε γλέντι, γάμο ή πανηγύρι.  Βέβαια οι σκοποί και τα τραγούδια που έπαιζαν  παρέπεμπαν  και πάλι στα  γνώριμα και οικεία  για τους Ανδριώτες ακούσματα της  Σμύρνης και της Πόλης και δεν βρήκαν  απήχηση  οι άλλοι ναξιώτικοι χοροί (Βλάχες, καλαματιανά, κοτσάκια) .
       Μεγάλη κι αρνητική επίδραση για   την νησιώτικη μουσική στην ‘Ανδρο, κατά τα τελευταία   15 χρόνια  περίπου,   είχαν οι  Μ. Γιαννούλη, Λ. Βαζαίος  και οι όμοιοί τους  με τα «τσιφτετελονησιώτικα» που εισήγαγαν    όπως τα ονομάζω εγώ, οι οποίοι δυστυχώς βρήκαν πολλούς  μιμητές  στην ‘Ανδρο, σε μουσικούς και  γλεντηστές.
 Οι  παραδοσιακοί σκοποί  στην ‘Ανδρο ήσαν  Συρτό Πολίτικο, Συλιβριανό, Σάλαμ,  Χουζάμ, Αρμενάκι, Μπάλλοι (από όλες τις κλίμακες), καθώς και Ποταμός και Της Ωριάς το Κάστρο.
Επίσης Αράπ Σούστα και άλλα Τσιφτετέλια Μικρασιάτικα.
Ονομαστός  βιολιτζής   που επηρέασε την  παραδοσιακή μουσική στην ‘Ανδρο  ήταν ο  «Σπυροκώτσος », Κοραχάης  στο επώνυμο,  ο οποίος μαθήτευσε στην  Σμύρνη  πριν την Μικρασιατική καταστροφή απ’ όπου μετέφερε στην ‘Ανδρο το  Σμυρναίϊκο  άκουσμα .  Επίσης ο  Βαλμάς στο σαντούρι που έπαιζε την μπαγκέτα  με ένα κομμένο χέρι, ο Δημ. Ραπτάκης στο σαντούρι,  ο Μιχαήλος Ραπτάκης στο σαντούρι που ήρθε από την Πόλη και ήταν δάσκαλος του Κόρου,  ο Πατήρης στο ακορντεόν  και στο σαντούρι με το κομμένο πόδι μετά από ατύχημα,  ο Καμπεράκης-Ζούρας  και άλλοι.   
Από καθιστικά τραγούδια συνήθως τραγουδιόταν χωρίς τη συνοδεία οργάνων διάφορα στεριανά Κλέφτικα, Καλαματιανά, κτλ.
Στα γλέντια μπορούσε να ακούσει κανείς και Ευρωπαϊκές μελωδίες τύπου Φοξ Εγκλέ και Πόλκες, Ταγκό, Βαλς, καντρίλιες  και φυσικά τα γνωστά Λαϊκά, τις Ρούμπες, τα Χασάπικα και τα Ζεϊμπέκικα.  Στην κεντρική ‘ Ανδρο (Χώρα)  τα  Ευρωπαϊκά , συνοδεύονταν  και από ακκορντεόν, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί  ως παραδοσιακό όργανο
Καθαρά Ανδριώτικα τραγούδια, υπό την έννοια του τραγουδιού, χωρίς να αναφέρουμε τα δίστιχα στους Μπάλλους, ακούγονται λίγα.
Τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα τραγούδια «Πράσινες τομάτες», «Βλέπω καράβια κι έρχονται» και άλλα, γνωστά από άλλες περιοχές της Ελλάδος - με παραλλαγή Ανδριώτικη, όπως το «Στης
Mαντζουράνας τον ανθό».
Β. Οι Χοροί της Άνδρου
Συρτός:
Χορεύεται σε όλη την Άνδρο. Στην παλιότερη του μορφή χορεύονταν από δύο άνδρες, σήμερα χορεύεται από όλους τους χορευτές. Παίζεται από βιολί, λαούτο και αν υπάρχει,  και σαντούρι, ενώ στη βόρεια Άνδρο παίζεται και από τσαμπούνα και τουμπί.
Ο βηματισμός δεν είναι έντονος όπως σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, αντιθέτως είναι αρκετά βαρύς και μερακλίδικος, γι’ αυτό και χορεύονταν μόνο από άνδρες, οι οποίοι όταν ήταν παραπάνω από δύο πιάνονταν από τους ώμους.

Μπάλλος:
Ακολουθεί πάντα το Συρτό και χορεύεται σε όλη την Άνδρο. Λέγεται ότι είναι ξενόφερτος χορός  (ballo =  χορός), Βενετσιάνικης προέλευσης  και γι’ αυτό πάντα στα πανηγύρια παίζονταν πρώτα ο Συρτός (ως καθαρά τοπικός) και μετά ο μπάλλος.  Η παράδοση και η ιστορία αναφέρει ότι η Βασίλισσα Αμαλία όταν επισκέφθηκε την ‘Ανδρο, ενθουσιάσθηκε   με τον χορό αυτό γι’ αυτό και τον ενέταξε  στο χορευτικό  πρόγραμμα των Ανακτόρων.
Στη σημερινή εποχή, που ο συρτός χορεύεται μικτά από άνδρες και γυναίκες, όταν ο μουσικός «γυρίσει» από το Συρτό στο Μπάλλο , τα ζευγάρια δημιουργούνται αυτοστιγμεί από τον κύκλο. Στην παλιότερη του μορφή, όταν δηλαδή ο συρτός χορεύονταν μόνο από δύο άνδρες, όταν «γύριζε» ο Μπάλλος οι δύο άνδρες ή έστω ο πρωτοχορευτής ,καλούσε προσφέροντας ή πετώντας το μαντήλι του μια ντάμα από την παρέα του. Αφού τη χόρευε (ή τις χόρευαν αν παρέμεναν και οι δύο) όσο ήθελε την γύριζε πίσω στο τραπέζι και έπαιρνε άλλη ντάμα με τον ίδιο τρόπο πάλι όμως από την παρέα του, μέχρι να χορέψει όλες τις ντάμες της παρέας του. Αυτός ήταν ο λεγόμενος «γυναικείος μπάλλος».
Σε μια ακόμα παλιότερη μορφή οι δύο άνδρες που χόρευαν με το γύρισμα του Μπάλλου καλούσαν, πάλι με το μαντήλι, δύο γυναίκες από την παρέα τις τοποθετούσαν ανάμεσά τους και χόρευαν Μπάλλο αλλά όλοι πιασμένοι σαν σε συρτό.
Χαρακτηριστικό του Μπάλλου στην Άνδρο είναι ότι δεν χορεύεται από το ζευγάρι αντικριστά αλλά κυρίως πλάι -πλάι. Το βήμα όπως και στο συρτό είναι βαρύ και μερακλίδικο για τον άνδρα χωρίς έντονες κινήσεις ενώ για την γυναίκα στο ίδιο ύφος και με διακριτικό βήμα και βλέμμα  η οποία κρατάει το μαντήλι  στα δυό της χέρια .  Χαρακτηριστικές φιγούρες στο Μπάλλο είναι οι στροφές του ζευγαριού στο ίδιο ύφος του χορού και το περπατητό βήμα των χορευτών όταν η μουσική γύριζε σε «αμανέ».  Το ύφος του χορού δεν έχει μια διακριτική ερωτική διάθεση εφ’ όσων ο άνδρας τείνει με το χορό του περισσότερο να αναδείξει την ομορφιά και τη χάρη της ντάμας του παρά να την πλησιάσει ερωτικά.  
Οι πιο δεξιοτέχνες χορευτές του Μπάλλου στο νησί, προέρχονται κυρίως από τα χωριά του Κορθίου της Νοτίου ‘Ανδρου,  όπου  πολλά  σημερινά επώνυμα  είναι ιταλικής ή ενετικής προέλευσης αλλά και από τα χωριά της Κεντρικής ‘Ανδρου (Χώρας)   
 Ας ακούσουμε όμως πώς περιγράφει τον  Ανδριώτικο Μπάλλο ο λαϊκός οργανοπαίχτης και  ζωγράφος Σωκράτης Φραγκέτης:
«Ο Ανδριώτικος Μπάλλος παίζεται κάπως πιο αργά  και σε κλίμακες «ρεμπέτικου » ύφους  στο Ντο μινόρε και ματζόρε, στο  Σολ Ματζόρε και μινόρε (λ.χ. σαν το Αρμενάκι), στο Σι ματζόρε, στο Ρε ματζόρε, στο Λα ματζόρε και μινόρε και από την κλίμακα αυτή με ανάλογη στροφή καταλήγει και πάλι στο Ντο ματζόρε και συνεχίζεται.
Πως χορεύεται ο Μπάλλος:  Πριν παιχθεί ο κυρίως Μπάλλος, παίζεται  ένας  Συρτός, ‘Ενας από τον «Πολίτικο», «Συλλιβριανό», «Ποταμό», «Του Κίτσου η Μάννα», «Της Γρηάς το Κάστρο»,  τον «Αζιζιέ», σύμφωνα με την παραγγελία  που θα δώσουν οι χορευτές, (δύο άνδρες), στους οργανοπαίκτες. Αφού χορέψουν λίγη ώρα, καλούν δύο γυναίκες, τις «ντάμες», όπως λέγονται στην ‘Ανδρο, οι οποίες κρατούμενες με μαντήλι, παίρνουνβ θέση ανάμεσα στους δύο «καβαλιέρους». Ο ένας σύρει το χορό  κρατώντας με μαντήλι τη διπλανή του «ντάμα», η οποία κρατεί τη δεύτερη  «ντάμα» και εν συνεχεία κρατιέται ο 2ος «καβαλιέρος που  είναι ο τελευταίος  της σειράς. Με τη διάταξη αυτή  των χορευτών παίζεται ο «Γυναικείος Μπάλλος» επί 10-15 λεπτά ή και περισσότρη ώρα και ακολουθεί ο κυρίως Μπάλλος που χορεύεται     αντικρυστά  από ένα ή δύο ζεύγη ».   

Κατσιβέλικος ή Τσαμπουνιέρικος:
Χορός της βορείου Άνδρου. Παίζεται από σαμπούνα και τουμπί. Χορεύεται από άνδρες πιασμένους από τους ώμους. Ο βηματισμός είναι πηδηχτός και με «τριαράκια». Χαρακτηριστικό του χορού είναι ότι ο πρώτος για να κάνει φιγούρες αφήνει τον κύκλο.
Προσωπικά,   την ονομασία   του χορού «Κατσιβέλικος» που αναφέρθηκε  για πρώτη και μοναδική  φορά στην δισκογραφία του   Συλλόγου Δ. Μπαλής κατά τα τέλη της  δεκαετίας του ’70, την θεωρώ ανακριβή και  υποτιμητική, αφού  «κατσίβελος και κατσιβέλα»  σημαίνει στην ‘Ανδρο τους Αθίγγανους και τέτοιους δεν είχε η ‘Ανδρος και μπορεί να αναφερόταν ίσως  περιπαιχτικά από τους κατοικούντες στην  Κεντρική ‘Ανδρο (Χώρα) για τους αρβανίτικης καταγωγής χορευτές και τον πηδηχτό    τρόπο που χόρευαν.   

Σούστα (Βόρεια Άνδρος):
Χορός της βόρειας Άνδρου. Παίζεται με σαμπούνα και τουμπί. Χορεύεται μικτά από άνδρες και γυναίκες πιασμένοι από τους ώμους σε κύκλο με κοφτά τριαράκια δεξία αριστερά.


Αργείτικος:
Χορός της νότιας Άνδρου και συγκεκριμένα της περιοχής του Κορθίου.
Παίζονταν με βιολί λαούτο και σαντούρι και η μελωδία, όπως φαίνεται και από το όνομα του χορού, είναι του Αργείτικου καλαματιανού της Πελλοπονήσου.
Ουσιαστικά ο χορός αυτός είναι μια προσαρμογή με αυτοσχεδιαστικά βήματα στο ύφος του συρτού πάνω σε ρυθμό καλαματιανού.
Αξίζει εδώ ν ‘ αναφέρουμε ότι στην Άνδρο δεν υπήρχε καλαματιανός ή άλλος παρόμοιος επτάσημος χορός.
Χορεύεται από άνδρες πιασμένους από τους ώμους και εδώ, όπως και στο συρτό.

Σέρβικος ή Σούστα (Νότια Άνδρος)
Αντικριστός χορός πάνω σε μελωδία χασαποσέρβικου που χορευόταν από άνδρες και γυναίκες.
Προφανώς ξενόφερτος χορός φερμένος μαζί με τις μελωδίες των χασαποσέρβικων από τη Μικρά Ασία.
Ο βηματισμός είναι έντονος και χαρούμενος με τριαράκια αντικριστά και στροφές του ζευγαριού πολλές φορές πιασμένοι και από τα χέρια σταυρωτά.

Φοξ Αγκλέ:
Ζευγαρωτός αγκαλιαστός χορός φερμένος από την Ευρώπη. Καθιερώθηκε  πολύ αργότερα από την εποχή που ήρθε στα πανηγύρια λόγω του ότι το αγκάλιασμα του ζευγαριού σε χορό και μάλιστα δημόσια θεωρούνταν έως και πρόστυχο.
Χορεύονταν από άντρες και γυναίκες με μελωδίες ευρωπαϊκές από βιολί λαούτο και σαντούρι.


5. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΟ ΧΘΕΣ-  ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ.   
Ο ομιλών ,  διατηρώ στην μνήμη μου τις διηγήσεις των γιαγιάδων και των γονιών μου  και την νοσταλγία τους  για τα πανηγύρια της  εποχής  τους . Αυτά είχαν την μυρωδιά του γιασεμιού και του βασιλικού,  την ασπρίλα του ασβέστη  , το κελάηδισμα του βιολιού και του σαντουριού,  την σκοτεινή μαγεία και τους ήχους   της νύχτας και το φώς από το λούξ  και τις λάμπες, τα  φρεσκοσιδερωμένα και φροσκυπλυμένα  άσπρα πουκάμισα των συνοδών (αδελφού, ξαδέλφου, συζύγου), την αγωνία  και τη λαχτάρα  των κοριτσιών και των γυναικών να τους  γνέψουν για να σηκωθούν να χορέψουν .
Οι άνδρες καθόταν σε παρέες στα τραπέζια όπου έτρωγαν κι έπιναν , ενώ οι γυναίκες ,  για να μην συμμετέχουν στις  συζητήσεις και τα πειράγματα των ανδρών, λόγω και της εξοικονόμησης καθισμάτων, καθόταν παραπέρα  στις λεγόμενες «τάβλες».  Το κέρασμά τους  περιλάμβανε ως γλυκό , το  συριανό λουκούμι.
Επίσης είχα την τύχη να βιώσω την τελετουργία  ενός πανηγυριού στην αίθουσα (σάλα) που διέθετε η οικογένειά μου σε ένα  χωριό   στο νησί , ονόματι «Στραπουργιές» , που έβαζε τους λεγόμενους «χορούς»  , έξι έως επτά φορές τον χρόνο και επί μία δεκαετία που θυμάμαι, την δεκαετία του ’70. Εκεί,  απλοί  μεροκαματιάρηδες και επαγγελματίες (χτιστάδες, μαραγκοί) , μετά την εργασία τους έπαιζαν  το βράδυ  σαντούρι, βιολί   και ακορντεόν(για τα ευρωπαϊκά), χωρίς ενισχυτές ,αλλά με φυσικό ήχο, διασκεδάζοντας   εκατον πενήντα με διακόσια άτομα, πολλές φορές μέχρι που ανέτειλε ο ήλιος. 
Οι  παρέες χόρευαν με σειρά προτεραιότητας και κατά παραγγελία στα όργανα τα οποία αμείβονταν  από τον παραγγέλλοντα  τον χορό και στο τέλος της  βραδιάς μοιράζονταν τις εισπράξεις μαζί με τον καταστηματάρχη (από ένα μέρος  έπαιρνε ο καθένας). Τα χρήματα ήσαν πενηντάρικα, κατοστάρικα, πεντακοσάρικα, χιλιάρικα  ακόμη και κέρματα .  Μόνο στους  Ευρωπαϊκούς λεγόμενους χορούς (ταγκό, βάλς , πόλκες κλπ), μπορούσαν να χορέψουν όλοι, χωρίς σειρά προτεραιότητας. 
 Ο κάθε χορευτής και  χορεύτρια είχε τον δικό του  τρόπο  έκφρασης  στον χορό, ανάλογα με την δεξιοτεχνία  του καθενός και τις φιγούρες που ήξερε και έκαναν οι καβαλιέροι άνδρες χορευτές, τα λεγόμενα «τσαλίμια» ή «γαρμπέτα».
Κανένας  Ανδριώτης χορευτής δεν χορεύει  με  το ίδιο τρόπο, όπως αντίθετα συμβαίνει σε άλλα νησιά , λ.χ.  στην Νάξο, στην Αμοργό, στη Σάμο και αλλού.  Τα φαγητά ήσαν  λιτά και  λίγα σχετικά,   όπως κεφτέδες, κρύο ψητό κατσαρόλας, ντολμαδάκια, σαλάτα, τυρί, γέμιση , σαρδέλλες.
Από την δεκαετία του ’80 άρχισε σταδιακά και μέχρι σήμερα η χρήση εκκωφαντικών  ηλεκτρικών ενισχυτών  και ηχείων , η  εισαγωγή  στην ορχήστρα πλήκτρων , συνθεσάϊζερ, κρουστών , φωτιστικών εφέ  και άλλων νεωτερισμών.
Αλλά την μεγαλύτερη  εισβολή έχει δεχθεί η παραδοσιακή μουσική στην Άνδρο , από  χειρίστης ποιότητας  αποκαλούμενα δήθεν  νησιώτικα τραγούδια  εισαγόμενα από άλλες περιοχές ,  τα « τσιφτετελονησιώτικα»  ή «σκυλονησιώτικα» όπως   τα αποκαλώ εγώ,  με κακό και απαράδεκτο  στίχο και  ξενόφερτη για την ‘Ανδρο μουσική  τα οποία παίζονται και χορεύονται  σε ξέφρενο ρυθμό  που μπορεί να ταιριάζει  για γυμναστική  τύπου αερόμπικ  και να  απαιτεί ειδική φυσική κατάσταση για να χορευτούν  αλλά  δεν έχουν καμία σχέση με την παράδοση . Αρκετοί  ,  θα αναζητήσουν το κέφι στο άκουσμα τραγουδιών  του τύπου  λ.χ.  της «πιτσιρίκας» του  «δε την πετώ την βέργα μου για κανενός τη χάρη» ή  του Αξιώτη με  την κούνια του μωρού      που περιέχουν κοτσάκια Ναξιώτικης προέλευσης . Μακάρι να υπήρχε θεωρητικά  η δυνατότητα ενός είδους  «μουσικής αστυνομίας»  που να απαγορεύει τους νεοβαρβαρισμούς και την προσβολή της παράδοσης .   
       Στην κατάσταση αυτή,   μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχουν  και οι μουσικοί που δέχονται να παίξουν τέτοια τραγούδια αλλά και όσοι δέχονται να τα ακούσουν, να συμμετάσχουν  και να τα χορέψουν .  Ορισμένοι μουσικοί που  σέβονται τον εαυτό τους και την τέχνη που υπηρετούν,   αρνούνται  να ακολουθήσουν την ανίερη αυτή εισβολή. ‘Αλλοι όμως,  υποχωρούν  και συμβιβάζονται  γιατί «αυτά θέλει και ζητά ο κόσμος», προκειμένου να είναι αρεστοί και να τους καλούν στα πανηγύρια  και να έχουν οικονομικό όφελος.
Επίσης έχει χαθεί   το τελετουργικό του χορού. Παραδείγματος χάριν , παραγγέλνει κάποιος  άνδρας στην ορχήστρα να χορέψει με την παρέα του   λ.χ.   Συρτό, Χουζάμ κλπ  ή ξεκινά η ορχήστρα να παίζει  τέτοιους χορούς και προτού  γυρίσει σε  γυναικείο μπάλλο ή μπάλλο με ζευγάρια, θα παρεμβληθούν στον χορό ή θα τον ξεκινήσουν  και γυναίκες. Κι αυτό το λέω όχι με ανδροκρατούμενη άποψη, αλλά χάριν του παραδοσιακού τελετουργικού των χορών στην ‘Ανδρο.
Οι πίστες χορού, με την κατάργηση του συστήματος της «παραγγελιάς», μπορεί να  κέρδισαν σε συμμετοχή , μαζικότητα και  οικονομία στην διασκέδαση, αλλά έχασαν σε ποιότητα ακουσμάτων, χορευτικής δεξιοτεχνίας και παραδοσιακού τελετουργικού.    
Επιπλέον δε, έχει χαθεί η λαχτάρα του κόσμου   για νησιώτικο παραδοσιακό τραγούδι  και χορό. Τώρα πλέον κάθε βδομάδα  σχεδόν, όλο και σε κάποιο μπαράκι ή σνάκ μπάρ θα οργανώσει  χορό με παραδοσιακά όργανα , με φωτιστικά εφέ και με την παρεμβολή του d j  του καταστήματος ενδιάμεσα.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια  άρχισε να γίνεται μία στροφή  στο ποιοτικό παραδοσιακό νησιώτικο  τραγούδι και τον χορό στην ‘Ανδρο, με την εκμάθηση παραδοσιακών  και νησιώτικων χορών από  Συλλόγους όπως είναι ο  Σύλλογος Γυναικών ‘Ανδρου, με  ετήσιες συναντήσεις  πνευστών και άλλων  οργάνων που διοργανώνει το Τμήμα Πολιτισμού της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου,  με την εκμάθηση παραδοσιακών οργάνων   από το ίδρυμα Μωραϊτη , αλλά και από την στροφή που έχει κάνει και ο ίδιος ο κόσμος που έχει αρχίσει να απομονώνει και να αποστρέφεται  το  κακό νησιώτικο τραγούδι.
Θα κλείσω, κάνοντας αναφορά  στον μεγάλο ιστορικό της ‘Ανδρου  Δ. Πασχάλη  , ο οποίος τον  Σεπτέμβριο του έτους 1925 έγραφε: «…. Για να επανέλθουν  οι εθνικοί μας – εν προκειμένω οι παραδοσιακοί - χοροί   στην επιφάνεια χρειάζεται δουλειά επίμονη και περισσότερο δυναμική. Η προσπάθεια αυτή για να έχει αποτέλεσμα θα πρέπει να συνοδεύεται  από μία γενική τόνωση του εθνικού φρονήματος, αλλά κυρίως  την καταπολέμηση της αρρώστειας εκείνης που «χτύπησε» όλους  τους σύγχρονους ‘Ελληνες  και που είναι η αυτοπεριφρόνηση με όλες τις εκδηλώσεις  και τα συμπτώματά της . Γιατί εδώ,  δεν πρόκειται για μία φυσιολογική  επίδραση, αλλά για μία αρρωστημένη αυταπάρνηση και έναν πιθηκισμό που μπορούμε πολύ σωστά να ονομάσουμε ξενομανία» , όπου ξενομανία  σημαίνει εδώ  την αναζήτηση  και αποδοχή του ξενόφερτου. 
Σημείωση 1: Τον 8Ο αι π.Χ. άποικοι από την Ελλάδα φθάνουν στα παράλια της Μεσημβρινής Ιταλίας και τις Σικελίας (Μεγάλη Ελλάδα). Το ήδη υπάρχον ελληνικό στοιχείο της Κάτω Ιταλίας τονώθηκε με την εγκατάσταση νέων αποίκων κατά τη Βυζαντινή περίοδο. 
Τα Κάλαντα από το ελληνόφωνο χωριό Σαλέντο, λέγονται και \"Στρίνα\": Το νόμισμα των καλαντιστών λέγονταν στα βυζαντινά χρόνια «ευαρχισμός» ή «Στρίνα», από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες - κοινώς μπουναμάς). Πολυπληθής μπάντα μεταφέρει το μήνυμα της Γέννησης από γειτονιά σε γειτονιά, ευλογώντας τη γη ώστε να είναι γόνιμη, αλλά και την πόρτα του σπιτιού, τη μάνα, τα παιδιά και τον αφέντη φυσικά, τον τζενεράλη 
“… ‘Ηρταμα να σας φέρμε  την Αστρίνα
Καρλιάνα που τηματε σε τολό
Ε α μας δώκει πρέστο μα το πρίμα,
Ήρταμα να σας φέρμε την Αστρίνα»